- πολεμιέμαι
- πολεμιέμαι, πολεμήθηκα βλ. πίν. 59——————Σημειώσεις:πολεμιέμαι : στην παθητική φωνή περιορίζεται στην ειδική έννοια → με πολεμάνε, είμαι αντικείμενο έχθρας, επίθεσης κτλ.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλληλοπολεμούμαι — ( έομαι) και πολεμιέμαι πολεμούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα πολεμώ κι εγώ εναντίον του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + πολεμώ ( ούμαι και ιέμαι)] … Dictionary of Greek